Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα



Ανθολόγιο Ε΄-Στ΄ - Ενότητα Β8 σελ. 65


 Ακολουθεί απόσπασμα από  το βιβλίου του Μενέλαου Λουντέμη "Ένα παιδί μετράει τ' άστρα"
 
... Τι λοιπόν να κάνει; Μια μέρα κάθισε και παίδεψε το κεφάλι του. Το 'βαλε κάτω και το παίδεψε, το 'πλεξε όπως είδε να κάνουν οι γύφτοι με το καλάθι. Στο τέλος το βρήκε: Θα 'πιανε φιλία με τα βιβλία. Θα γύρευε να μάθει από κει, αυτά που του 'κρυβαν οι μεγάλοι πίσω απ' τα παραμύθια που λέγανε αυτοί οι μικροί χάρτινοι παππούδες που κάθονται στα γόνατα σου και σου λένε τις ιστορίες τους χωρίς καμώματα και παρακάλια.

Μα στο χωριό, που δούλευε παραπαίδι, δεν είχε χαρτοπουλιά. Έπρεπε, λοιπόν, να παρακαλέσει κανένα μπάρμπα απ' αυτούς που κατεβαίνανε στην πολιτεία και πουλούσανε το καλαμπόκι τους να του φέρει ένα. Και μια μέρα αυτό έγινε.
 Εικόνα του: A day in Tsepelovo (2010)

 Έπιασε έναν τέτοιο γερούλη, του 'βαλε στη χούφτα κανα δυό μεταλλίκια και, σε παρακαλώ, του λέει αν βρεις, εκεί που πας, κανένα βιβλίο που να λέει καλές ιστορίες, πάρτο μου. Ε; Πολύ θα σε περικαλέσω, όμως...
Εικόνα του: Sir Joshua Reynolds (1723-1792)-boy reading (αγόρι που διαβάζει)

Έβαλε ο παππούς τα μεταλλίκια στην απαλάμη του, τα πασπάτεψε με το δάχτυλο, αναποδογύρισε ένα, για να δει τι έχει από κάτω... έστρωσε με το δάχτυλο τα μουστάκια του... και του τα 'δωσε πίσω. "Πάρτα, του λέει. Αν τα χαρτιά λένε καλά παραμύθια., μου τα λες και μένα και ξεχρεώνουμε. Αν, πάλι, δε λένε, θα σου πάρω ένα αυτί. Ε;..." Το παιδί τρόμαξε. Ο γέρος τότε έβαλε τα γέλια... "Αιντε, άιντε... Σύχασε... είπε. Δε σου παίρνω αυτί, σου παίρνω ένα μεταλλίκι. Σύμφωνοι;"
Σε τρεις μέρες του 'φερε ένα χαρτί, λίγο πιο χοντρό, απ' το βαγγέλιο, και του το 'δωσε. "Το πασπάτεψα από παντού, λέει στο παιδί. Δε βγαίνει τίποτα. Για πάρτο εσύ, μην 'πα και σε γνωρίζει και συνεννοηθείτε."
Το παιδί τ' άνοιξε τρέμοντας. Ήταν σαν μικρό σπιτάκι. "Ιστορία Σεβάχ του Θαλασσινού έλεγε το ξωφυλλό του." Αυτό ήταν! Το παιδί έπεσε πάνου στο βιβλίο με τα μούτρα. Και το διάβαζε, το διάβαζε ολόκληρο το χειμώνα. Το διάβαζε και ξανά το διάβαζε και πάλι το ξαναδιάβαζε, και το 'μαθε νεράκι. Κείνος ο μπάρμπας, που του το 'χε φέρει, τ' άκουε και τρέμανε τα μουστάκια του. Όμορφο βιβλίο. Μόνο που είχε μια παραξενιά. Έλεγε την ιστορία του μονάχα σ' όποιον ήθελε.
Ώσπου να κλείσει κείνη η χρονιά, είχε καταπιεί κι άλλα καμιά δεκαριά βιβλία. Τότε πήρε να γίνεται λόγος για κείνο το παραπαίδι, σ' όλα τα σπίτια. Το μάθε κι ο δάσκάλος, και μια μέρα του παράγγειλε να πάει να τον δει. Βάζει, λοιπόν, ένα παστρικό πουκάμισο και πάει.
- Α, έλα δω... του κάνει ο δάσκαλος. Εσύ είσαι που λες τα παραμύθια;
- Δε φταίω γω... έκανε το παιδί.
- Και ποιος σου είπε ότι φταις; Καλά κανωμένα είν'αυτά που κάνεις. Μα γιατί δεν έρχεσαι να σε γράψουμε να μάθεις και γράμματα του σκολειού; Ε; Δεν τ' αγαπάς;
Γράμματα του σκολειού! Αν τ' αγαπούσε! Μα υπήρχαν πιο γλυκά γράμματα! Πώς όμως να τα μάθει; Αυτός μαθαινε γράμματα του ποδαριού, γράμματα της τρεχάλας, μιαν αράδα εδώ και μιαν εκεί. Μαζί με τα δαμάλια. Να βοσκάνε κείνα γρασίδι κι αυτός βιβλίο. Αν τ' αγαπούσε λέει! Τι λόγια είν' αυτά που λες, κυρ-δάσκαλε! Μα πόσα κομμάτια θα γίνει ένα τόσο δα ανθρωπάκι; Βλέπεις, τα σκολειά σ' αυτό τον κόσμο είναι όλα σκολειά της μέρας. Ανοίγουνε τις πόρτες τους μαζί με τα μαντριά. Πού να πάει; Εδώ ή εκεί;
Εικόνα του: Jeffrey T. Larson  Tom Sawyer (2005)

Πάει λοιπόν με το κοπάδι. Και παίρνει λίγο χρήμα, που είναι πηχτός ιδρός. Το μαζεύει λίγο λίγο, όπως το μερμηγκάκι το σπόρο. Έχει κάτι σχέδια... Σκοπεύει, σα μαζέψει κάμποσα, να πάει σ'ένα δάσκαλο και να του πει "να, πάρε, και δως μου γράμματα, γράμματα καλά όμως, του σκολειού..." Έχει την ελπίδα ότι έτσι δε θα τον διώξουν. Έχει ακουστά για τους δασκάλους ότι είναι καταδεχτικοί άνθρωποι και δε θα τον αποπάρουνε.

Και, τώρα, να ο δάσκαλος ήρθε μοναχός του. Η καλή του τύχη τον έφερε μπροστά του. Και τι;... Δάσκαλος αληθινός, με γυαλιά! Και τον καλάει και στο σπίτι του. Ώρα ήταν λοιπόν. Πιάνει κι αυτός το σακάκι του και το κουνάει.
- Τ' είν' αυτό; ρωτάει ο δάσκαλος.
- Χρήματα.
- Πού τα 'βρες;
- Τα κέρδισα.
- Και γιατί τα κουνάς;
- Είναι για γράμματα.Μα δεν είναι πολλά. `Αμα τα κάνω μπόλικα, θα τα φέρω εδώ να μου μάθεις. Μπορεί να γίνει αυτό κυρ-δάσκαλε;
- Αν μπορεί;...
Ο δάσκαλος έβαλε τη γροθιά του στο μάτι για να διώξει ένα σκουπίδι. Ύστερα κοίταξε το παιδί βαθιά στα μάτια.
- Λοιπόν... πήγε να του πει. Η φωνή του ήταν κάπως αλλιώτικη, έτσι λιγάκι σαν βραχνή.
- `Αστα... `Αστα εκεί είπε, και πήγαινε... Αύριο, που θα παχνίσεις τα δαμάλια σου, έλα... του λέει.
- Να πάρω πλακοκόντυλο, δάσκαλε; Να πάρω χαρτιά, μολύβια;
- Όχι, όχι, καλό μου παιδί... πώς είναι τ' όνομα σου;
- Μέλιος.
- Όχι, Μέλιο. Και πάλι ήταν αλλαγμένη η φωνή του, πιο πολύ αλλαγμένη και πιο βραχνή.
Το παιδί στάθηκε λίγο. Ύστερα άδειασε την τσέπη του στο τραπέζι κι έφυγε. Ο δάσκαλος ούτε γύρισε να το δει. Αφανίστηκε να κοιτά έξω απ' το παράθυρο, σαν να ξεφύτρωσε ξαφνικά εκεί έξω κάνας καινούργιος κόσμος και ήθελε να τον μάθει. ...

Το βιβλίο κλείνει ως εξής:...Ευχαριστώ πολύ, βαθιά, κι εγώ... ο Μέλιος... ο άντρας... το παιδί... ο άνθρωπος... Ευχαριστώ, που μπορείς να διαβάζεις πιο βαθιά απ' όλους τους σοφούς... να γελάς πιο πλούσια απ' όλους τους ευτυχισμένους... Να κλαις πιο αληθινά απ' όλους τους λυπημένους. Και ν' αγαπάς, Μπίθρο... Ν' αγαπάς, όπως πρέπει ν' αγαπηθούν μια μέρα... όλοι οι άνθρωποι. Αμήν! Τι να θέλει άραγε να μας πει; Ποιος λέτε να είναι ο Μέλιος;




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου